εμπαιστός

εμπαιστός
η , όν έμπαιστος, ος и η , ο ν инкрустированный, украшенный металлической инкрустацией

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εμπαιστός" в других словарях:

  • εμπαιστός — ή, ό και έμπαιστος, η, ο (Μ ἐμπαιστός, ον) (για μετάλλινα διακοσμητικά στοιχεία σε μετάλλινα αγγεία ή ποτήρια) προσαρμοσμένος με σφυρηλάτηση …   Dictionary of Greek

  • ἐμπαιστόν — ἐμπαιστός embossed masc/fem acc sg ἐμπαιστός embossed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»